Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

στάζουν τα ρούχα μου από τον

См. также в других словарях:

  • ιδρώτας — ο 1. υγρό που παράγεται από ειδικούς αδένες των ανθρώπων και των ζώων και αποβάλλεται από τους πόρους του δέρματος: Στάζουν τα ρούχα μου από τον ιδρώτα. 2. κόπος, μόχθος: Bγάζει το ψωμί με τον ιδρώτα του. – Τίμιος ιδρώτας. 3. φρ., «κρύος ιδρώτας» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»