-
1 ίδρωτας
ίδρώτας [-ώς (-ώτος)] ο пот, испарина;γίνομαι μούσκεμα στον ίδρώτα — обливаться потом;
στάζουν τα ρούχα μου από τον ίδρώτα — обливаться потом, хоть рубашку выжимай;
γ
με τον ίδρώτα ( — или εν τω ίδρώτι) τού προσώπου μου — или με τον ίδρώτα μου — в поте лица;τό ψωμί το βγάζω με τον ίδρώτα μου — добывать хлеб в поте лица;
ο ίδρωτας του ετρεχε ποτάμι — пот катился с него градом;
μου τρως τον ίδρώτα μου — ты выжимаешь из меня все соки; — ты меня эксплуатируешь;
τον έκοψε κρύος ίδρωτας — или τον περιέλουσε κρύος ιδρώς — у него выступил холодный пот
См. также в других словарях:
ιδρώτας — ο 1. υγρό που παράγεται από ειδικούς αδένες των ανθρώπων και των ζώων και αποβάλλεται από τους πόρους του δέρματος: Στάζουν τα ρούχα μου από τον ιδρώτα. 2. κόπος, μόχθος: Bγάζει το ψωμί με τον ιδρώτα του. – Τίμιος ιδρώτας. 3. φρ., «κρύος ιδρώτας» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)